Πόσο λίγο σε ξέρω!

του Γιάννη Χαριτάντη

     Κάθεσαι απέναντί μου στο καφενείο. Σε παρατηρώ για ώρα πολλή να ρουφάς αργά-αργά τον καφέ σου σαν να μην θέλεις να τελειώσει. Κάθε ρουφηξιά και κάποια δευτερόλεπτα ζωής που φεύγουν. Καταλαβαίνω γιατί δεν θέλεις να τελειώσει ο καφές.

     Γνωριζόμαστε χρόνια μέσα από διάφορα σενάρια ζωής. Τότε ήσουν νέος, δηλαδή, ένας διαφορετικός άνθρωπος από αυτόν που βλέπω σήμερα. Ήσουν ένας άλλος άνθρωπος κλεισμένος σε μια αχαρακτήριστη περηφάνια, που την χρησιμοποιούσες σαν μάσκα παραλλαγής, για να μην αναγνωρίζεσαι. Έτσι νόμιζες. Τώρα γέρασες, κι όταν οι άνθρωποι γερνούν οι μάσκες πέφτουν. Τώρα αναζητάς να σε γνωρίσουν γιατί διαφορετικά θα φύγεις άγνωστος, όχι στους ξένους, για τους δικούς σου μιλάω, τους κοντινούς σου, τους φίλους σου, γιατί μέσα απ' αυτούς μετράς το ανάστημά σου, και το χρειάζεσαι αυτό. Τώρα το βλέμμα σου έχει ένα βάθος, που για όποιον μπορεί να χάνεται σ' αυτό, ανακαλύπτει μια πορεία ζωής που έχει να διηγηθεί πολλά.

     Στην αρχή νόμιζα πως σε γνώριζα καλά, πως ήσουν ένα ανοιχτό βιβλίο, ευκολοδιάβαστο. Όσο όμως διαβάζω τα μάτια σου, όσο ψάχνω πίσω από κάποιες λέξεις που συχνά και σκόπιμα σου ξεφεύγουν, όσο παρακολουθώ τους εκφραστικούς μορφασμούς σου, καταλαβαίνω πως δεν είσαι αυτός που δείχνεις. Καταλαβαίνω πως δεν είσαι η εικόνα σου, αλλά η ιστορία σου. Και, βεβαίως, δεν είσαι μόνον εσύ έτσι. Έτσι είμαστε όλοι. Είμαστε η ιστορία μας, το παρελθόν μας, όπως καταγράφεται γραμμή-γραμμή στη μνήμη μας και ύστερα γίνεται περίσκεψη που αποτυπώνεται στο βλέμμα μας, στις ρυτίδες μας, στα άσπρα μαλλιά μας, στα μεστωμένα μυαλά μας. Ερωτηματικό στην τελευταία φράση.

     Αλήθεια πόσο μου μοιάζεις! Ή μάλλον πόσο σου μοιάζω, κι όμως, αναλογίζομαι πόσο λίγο σε ξέρω, δηλαδή, πόσο λίγο γνωρίζω τον εαυτό μου!

     Όμως, δεν είσαι και αίνιγμα. Αν προσπαθήσω λίγο θα μπορέσω να σε αποκρυπτογραφήσω - νομίζω - γιατί τώρα, όπως σου είπα, δεν θέλεις να κρυφτείς, τώρα θέλεις να μοιραστείς τη μοναξιά σου. Αχ αυτή η μοναξιά! Πόσο βαριά γίνεται όταν νυχτώνει. Πόσο βαριά γίνεται όσο μεγαλώνεις.

     Δεν θα σε ρωτήσω ποτέ τίποτα. Μόνον θα σε διαβάσω κοιτάζοντάς σε. Είσαι ο καθρέφτης μου. Χωρίς να το καταλαβαίνεις μιλάει η γλώσσα του σώματος σου, η εικόνα του προσώπου σου, οι αυθόρμητες αντιδράσεις σου και οι κάποιες χειρονομίες σου, που τόσο εύγλωττες είναι. Ακόμα και ο τρόπος που πίνεις τον καφέ σου έχει κάτι να πει. Κι επειδή δεν είμαι ούτε μάγος, αλλά ούτε και προφήτης μπορώ να σου αποκαλύψω τα μυστικά μου.

     Λοιπόν, δεν είσαι κάτι το ιδιαίτερο. Ένα παράπονο είσαι, όπως όλοι μας. Διαφορετικό το παράπονο του καθενός μας, αλλά δεν παύει να είναι παράπονο. Παράπονο πως δεν στάθηκες τυχερός στη ζωή όσο σου άξιζε. Παράπονο, που ταυτόχρονα κρύβει και κάποιες ενοχές, γιατί δεν έκανες αυτό που έπρεπε. Παράπονο που δεν συνάντησες τους ανθρώπους που χρειαζόσουνα, που δεν βρήκες την κατανόηση που είχες ανάγκη, ενώ, εσύ θυσιάστηκες. Άμοιρε, μοιραίε. Κι όταν η περιγραφή των παραπόνων τελειώσει έρχεται ο συμβιβασμός σαν κατακλείδα. Η ψεύτικη λύτρωση. Δεν τα πήγα και άσχημα στη ζωή, σκέφτεσαι. Συγκατάβαση και ``Τω Θεώ Δόξα ``.

     Αυτήν την συγκατάβαση βλέπω καθώς σκύβεις και ρουφάς τον καφέ σου, φτωχούλη, όταν κλείνεις τα μάτια σου μετά από μια κίνηση του κεφαλιού, σαν να θέλεις κάτι να πεις, αλλά, το αφήνεις μόνον να εννοηθεί. Ψεύτικη ικανοποίηση. Αυταπάτη! Μην σε τρομάζει, όμως. Είναι μια κλασσική συνταγή επούλωσης κι αυτή.

     Δεν τα πήγα και άσχημα στη ζωή, ξανασκέφτεσαι. Διπλή δόση παρηγοριάς. Τα αδέλφια μου και κάποιοι συγγενείς μου δεν τα κατάφεραν όπως εγώ. Δεν έχω παράπονο. Κι όμως πιστεύεις κατά βάθος ότι τα πράγματα θα μπορούσαν να πάνε καλύτερα αν... Πόσα πράγματα κρύβονται πίσω από αυτό το ``αν``, πράγματα που δεν συνέτρεξαν στα υποθετικά σχέδιά σου, όπως εσύ θα ήθελες. Επομένως, το παράπονό σου προϋποθέτει αρκετά αν.

     Συγκατάβαση. Δεν έχω παράπονο. Πόσο συχνά λέμε πράγματα που δεν πιστεύουμε, αφού, ένα παράπονο πάντα υποβόσκει επειδή ο χρόνος έτρεξε πιο γρήγορα απ' όσο υπολογίζαμε και τώρα έμειναν πίσω επιθυμίες που δεν εκπληρώθηκαν. Ξέχνα, λοιπόν, τα υποθετικά αν. Το παιχνίδι χάνεται στον χειρισμό του χρόνου και των καταστάσεων. Και, παραδόξως, το παιχνίδι πάντα χάνεται γιατί ο χρόνος είναι αδυσώπητος. Κάποτε πίστευες πως είχες μπροστά σου μια αιωνιότητα, όμως ο χρόνος σε ξεγέλασε. Άτιμε χρόνε!

 


ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ

Ο Γιάννης Χαριτάντης, Πόντιος στη καταγωγή, μεγάλωσε στη Δράμα. Σπούδασε Φυσική στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και κατόπιν ειδικεύτηκε στην Ηλεκτρονική. Για πολλά χρόνια υπηρέτησε ως καθηγητής Ηλεκτρονικής στο Πανεπιστήμιο Πατρών. Το πρώτο του λογοτεχνικό βιβλίο με τίτλο Οδός Ευξείνου Πόντου δημοσιεύτηκε το 2008. Στο βιβλίο αυτό αναδεικνύει τις αρετές, τον τρόπο ζωής και τον πολιτισμικό πλούτο των προσφύγων Ποντίων, μέσα από μια ανθρωποκεντρική προσέγγιση. Το 2014 ακολούθησε η σειρά διηγημάτων του με τίτλο Στα μονοπάτια του νου και του κόσμου, όπου παρουσιάζονται εικόνες και προβληματισμοί της καθημερινής ζωής, όπως αυτές σχηματοποιούνται μέσα από τις διαδρομές της σκέψης, για να γίνουν, τελικώς, εικόνες του νου. Δείτε το υπόλοιπα βιβλία του.

 

 

Related Articles

Ο γλάρος και η πέτρα

The Seagull and the Stone