Τα μαχαιροπίρουνα της γιαγιάς

Ένα διήγημα από τον Γιάννη Χαριτάντη

 

Πετάχτηκε πάνω με μια κραυγή μες στον μεσημεριάτικο ύπνο του ο Ανδρέας. Να ήταν άραγε όνειρο αυτό που τον τρόμαξε; Η φωνή όμως που τον αναστάτωσε συνέχισε να ακούγεται.

 - Ο γανωτής...γανωτής...

Άλλο πάλι και τούτο. Στην εποχή του δεν υπήρχαν πια γανωτήδες. Φαντάσματα άκουγε; Σε λίγο κατάλαβε πως ήταν η φωνή ενός ξεχασμένου γανωτή στην Κρήτη, όπως τον παρουσίαζε για σπάνιο φαινόμενο η τηλεόραση που έπαιζε του βρόντου στο δωμάτιό του.

- Ο γανωτής...γανώνω μαχαίρια, πιρούνια, κουτάλια, τσουκάλια...γανώνωωω...

Ένας γέροντας Κρητικός, με έντονα τα σημάδια στο πρόσωπο από τα χρόνια και την πολλή δουλειά, εξιστορούσε στην τηλεόραση με αργή και βαριά φωνή την εποχή που διέτρεχε τα χωριά στο νησί, για το μεροκάματο. Γυρολόγος γανωτής στα νιάτα του, αξιώθηκε στα γεράματα να στήσει μια παράγκα που την ονόμαζε ``το μαγαζί``. Ο ίδιος και το μαγαζί του ήταν πια στα αζήτητα, όμως αυτόν δεν τον ένοιαζε. Αυτός είχε μείνει γαντζωμένος στα χρόνια της δύσκολης νιότης του, που όμως την αναπολούσε με περισσή αγάπη. Η ιστορία του ζωγράφιζε μιαν εποχή όπου τα λιγοστά σιδερένια τότε επιτραπέζια μαχαίρια και πιρούνια κάθε σπιτιού ήσαν μια πολύτιμη περιουσία. Ποιος να φανταζόταν πως μερικά χρόνια αργότερα κάθε συζήτηση γύρω από μαχαιροπίρουνα θα ακούγονταν ανούσια !!!

Η εικόνα όμως και η φωνή του γέροντα γανωτή άγγιξαν βαθειά τον Ανδρέα. Τον ταξίδεψαν πολλά χρόνια πίσω στο δικό του χωριό που τώρα αργοέσβηνε χωρίς ανθρώπινες πατημασιές κάτω από τις θεριεμένες ατρύγητες καστανιές που το πλάκωσαν. Μπορεί το χωριό να έσβηνε όμως οι αναμνήσεις που είχε αφήσει στην ψυχή του Αντρέα παρέμεναν ζωντανές. Η εικόνα του γέροντα γανωτή του θύμισε τη γιαγιά του, που τον ανάστησε ορφανό μέσα στη μεγάλη φτώχια, χωρίς όμως να του λείψουν τα απαραίτητα, για να επιβιώσει και να σπουδάσει.

Η γερόντισσα Μαρία, που όλοι την θυμόντουσαν πάντα ντυμένη στα μαύρα, ζούσε στο χωριό με την αξιοσύνη της και με την πενιχρή σύνταξη του αγροφύλακα άντρα της. Ήταν όμως η αρχόντισσα του χωριού. Το παράστημά της, το βλέμμα της, η φωνή της, μαρτυρούσαν μια υψηλή καταγωγή. Μικρασιάτισσα πλουσιοκόρη η Μαρία γνώρισε την προσφυγιά μέσα από την πιο άγρια της εικόνα. Κάποιο καράβι την άφησε μαζί με πολλούς άλλους συμπατριώτες της σε μια προσφυγική κατασκήνωση χωρίς τους γονείς της. Έτσι, από τη μια μέρα στην άλλη η Μαρία βρέθηκε στα είκοσι της χρόνια χωρίς γονείς και χωρίς περιουσία.

Τι απροσδόκητα παιχνίδια παραλογισμού παίζει η ζωή πολύ συχνά!!!

Κι όμως η Μαρία τα κατάφερε. Έφτιαξε σπιτικό και οικογένεια. Νοικοκυρά και μαγείρισσα πρώτη. Πάντα με το φα-κιόλι στο κεφάλι όταν έμπαινε στην κουζίνα που έλαμπε από καθαριότητα. Τα κουζινικά και τα μαχαιροπίρουνά της αστράφτα-νε. Όταν μαγείρευε τα σμυρναίικα σουτζουκάκια μοσχομύριζε το σπίτι. Ήταν η μόνη στο χωριό που έβαζε κύμινο στα σουτζουκά-κια αντί κανέλας. Αμ κι εκείνες οι λαδερές μπάμιες της. Πώς τα κατάφερνε να λιώνουν στο στόμα χωρίς να σαλιώνουν!!! Κάθε φορά που ξεκινούσε το μαγείρεμα ξεπηδούσαν μέσα της οι συνταγές αλλά και οι συμβουλές της μητέρας της.

- Όταν μπαίνεις στην κουζίνα παιδί μου να τ' αγαπάς αυτό που κάνεις. Αλλιώς είναι σα να το μουντζώνεις το φαγητό και θα πάει χαμένος κι ο κόπος και τα υλικά``

Η μικρή της κόρη τής χάρισε ένα εγγονάκι, τον Ανδρέα. Ύστερα, η αρρώστια την θέρισε κι αυτήν. Έτσι, η Μαρία βρέθηκε, γιαγιά πια, να μεγαλώνει τον Ανδρέα. Η γιαγιά Μαρία είχε αναλάβει πολλούς και δύσκολους ρόλους. Το μεγάλωμα του ορφανού δεν ήταν μια εύκολη υπόθεση και η Μαρία δεν ήταν πια νέα γυναίκα. Το παιδί όμως δεν έπρεπε να νοιώσει την απουσία της μάνας του, κι από την άλλη πάλι, έπρεπε να σπουδάσει. Ύστερα είχαν και μια παράδοση, μια παρακαταθήκη που η Μαρία είχε φορτωμένη στις μνήμες της από την Πατρίδα της. Το σπίτι έπρεπε να δείχνει αρχοντικό, για να κρύβει τη φτώχια του. Το σαλόνι, στρωμένο χειμώνα-καλοκαίρι με υφαντά ήταν πάντα στολισμένο πληθωρικά με τους τσεβρέδες από τα χέρια της γιαγιάς, και το κεντημένο ``Καλημέρα`` να κοσμεί τον τοίχο δίπλα στο εικονοστάσι. Δυο ασημένια κηροπήγια στόλιζαν ένα παλιό πιάνο, όπου τις καλές εποχές συνήθιζε να παίζει η γιαγιά. Τα δύο κηροπήγια ήταν και τα μόνα ασημικά μέσα στο σπίτι της γιαγιάς. Δεν αξιώθηκε ποτέ να αποκτήσει ασημένια μαχαιροπίρουνα, όπως στο πατρικό της, όμως φρόντιζε αυτά που είχε να είναι πάντα καλογυαλισμένα. Τρελαίνονταν με την ιδέα πως μπορούσε να υπάρχει κάποια σκουριά πάνω στα μαχαιροπίρουνά της. Γι' αυτό και ο γανωτής θρονιάζονταν συχνά έξω στην αυλή του σπιτιού της φροντίζοντας τα μαχαιροπίρουνα της γιαγιάς.

Η μικρή κόρη του Ανδρέα ξαφνιάστηκε με τη μεσημεριάτικη τρομάρα του πατέρα της και έτρεξε κοντά του.

- Μα τί σου συμβαίνει πατέρα; Εφιάλτη έβλεπες;

- Όχι, δεν ήταν εφιάλτης. Με ξύπνησε η φωνή του γανωτή στην τηλεόραση.

- Μα εσύ φαίνεσαι πολύ αναστατωμένος.

- Ίσως παιδί μου να έχω τους λόγους μου.

Ο Ανδρέας κάλεσε την κόρη του δίπλα του και άρχισε να της εξιστορεί για τον γανωτή, για τη γιαγιά Μαρία και για τα μαχαιροπίρουνα της γιαγιάς. Καθώς μιλούσε ήταν σα να ζωγράφιζε την εικόνα του γανωτή και της γιαγιάς, την εικόνα δηλαδή μιας εποχής που άφησε ανάγλυφα τα ίχνη της πάνω του. Μιλούσε για τον γανωτή, τον Θωμά, ή μάλλον έτσι τον αποκαλούσε η γιαγιά. Είχε ακούσει όμως άλλους στο χωριό να τον φωνάζουν με διαφορετικά ονόματα. Ο Θωμάς ο γύφτος ήταν ο πιο λιγομίλητος άνθρωπος σε όλη την περιοχή. Με όποιο όνομα κι αν τον φώναζες αυτός ανταποκρίνονταν κουνώντας μόνον το κεφάλι και χωρίς να βγάζει μιλιά. Όσοι δεν τον γνώριζαν καλά νόμιζαν πως το μόνο που ήξερε από ελληνικά ήταν να φωνάζει ``γανωτής``. Δεν ήταν όμως αλήθεια.

Ο Θωμάς ο γανωτής ζούσε στο δικό του κόσμο με τα δικά του προβλήματα της καθημερινότητας. Το μόνο που τον ένοιαζε ήταν να γυρίζει το βράδυ στο καλύβι του με λίγα χρήματα ή λίγα τρόφιμα για τη φαμίλια που δεν ήταν και μικρή. Λυγερόκορμος και μαυριδερός, με τη βρώμικη τραγιάσκα να σκεπάζει το κεφάλι του και μια γκρίζα απεριποίητη γενειάδα να κρύβει το πρόσωπό του, ήταν πάντα φορτωμένος με τα σύνεργα της δουλειάς του. Χαρακτηριστική φιγούρα. Είχε περασμένο πάνω στους ώμους του ένα χοντρό λυγισμένο ξύλο από σκληρό δέντρο, περίπου δυο μέτρα μακρύ, σαν μεγάλο πολεμικό τόξο χωρίς τη χορδή του. Στις δυο άκρες του ξύλου είχε κρεμασμένα ό,τι χρειάζονταν για τη δουλειά του. Στη δεξιά πλευρά είχε το φορητό καμίνι του. Αυτό ήταν κάτι σαν μια μεταλλική κυλινδρική σόμπα. Ήταν αρκετά βαρύ το καμίνι γιατί μέσα του ήταν γεμάτο με πυρίμαχα τούβλα. Στην άλλη πλευρά του ξύλου είχε κρεμασμένο έναν κουβά με διάφορες λαβίδες και εργαλεία και όλα τα υλικά που ήταν απαραίτητα για το γάνωμα. Με το ξύλο στους ώμους του και με το φορτίο να κρέμεται δεξιά και αριστερά, έμοιαζε με ζυγαριά που προσπαθούσε να ισορροπήσει. Κι επειδή το καμίνι ήταν πιο βαρύ από το περιεχόμενο του κουβά, ο Θωμάς είχε πάντα το αριστερό χέρι περασμένο πάνω από το ξύλο για να κρατάει την ισορροπία.

Ήταν περίεργο να βλέπεις τον Θωμά να προχωράει φορτωμένος με όλη την πραμάτεια του. Από μακριά έμοιαζε με φορτωμένο σκιάχτρο. Το ξύλο, που συγκρατούσε το φορτίο, δεν ήταν ποτέ σε ευθεία με τους ώμους του και το μικρό ξύλινο καρεκλάκι, που είχε δεμένο στην πλάτη του με ένα λουρί, μπατάριζε αριστερά. Το ασύμμετρο φόρτωμα έκανε το περπάτημα του Θωμά να δείχνει σαν να γίνεται προς τα πλάγια. Αυτή η ανισορροπία φαίνονταν και στις αρβύλες του Θωμά. Η σόλα της δεξιάς αρβύλας, απ' την πλευρά δηλαδή που κρέμονταν το βαρύ καμίνι, ήταν πολύ πιο φαγωμένη από την άλλην αριστερά. Η ίδια ασυμμετρία χαρακτήριζε και το μαύρο τσόχινο παλτό του. Η δεξιά πλευρά του κρέμονταν μια πιθαμή πιο κάτω από την αριστερή και οι βαθιές τσέπες του ήταν πάντα τίγκα γεμάτες με διάφορα πράγματα. Όλα αυτά μαζί συγκροτούσαν τον αμίλητο γανωτή Θωμά που δεν άλλαξε ποτέ όψη και συμπεριφορά σε όλα τα χρόνια που τον θυμόνταν οι κάτοικοι του χωριού.

Το πιο φιλόξενο μέρος στο χωριό για τον Θωμά ήταν η αυλή της γιαγιάς Μαρίας. Αυτήν επισκέπτονταν πάντα πρώτη ο γανωτής όταν έρχονταν στο χωριό. Εκεί, κάτω από τη σκιά της θεόρατης μουριάς, άρχιζε η ιεροτελεστία του γανώματος. Οι ίδιες πάντα κινήσεις εκτελούμενες αυστηρά με την ίδια πάντα σειρά. Πρώτα έγερνε το σώμα του αρκετά δεξιά, για να ακουμπήσει με προσοχή το καμίνι κάτω. Μετά γονάτιζε τα πόδια, για να ακουμπήσει στη γη και ο κουβάς με τα εργαλεία. Ύστερα έρχονταν η σειρά να ξεκρεμάσει το ξύλινο καρεκλάκι από την πλάτη του. Και όταν ξεφορτώνονταν απ' όλα τα βάρη, που κουβαλούσε για μεγάλες αποστάσεις, στύλωνε για λίγο όρθιο το σώμα του να ισιώσει τη ραχοκοκαλιά του. Καθισμένος στο καρεκλάκι του κάτω από τη μουριά, περίμενε στωικά το καλωσόρισμα της γιαγιάς, που έρχονταν πάντα με έναν βαρύγλυκο καφέ, γλυκό του κουταλιού και αρκετό κρύο νερό. Σπάνια άλλαζαν κάποια κουβέντα μεταξύ τους. Η γιαγιά ήξερε πως στον Θωμά δεν άρεσαν τα λόγια αλλά και η ίδια δύσκολα ξανοίγονταν για συζήτηση.

- Τί κάνουν τα οχτώ παιδιά σου Θωμά;

- Από την περασμένη βδομάδα έγιναν εννιά.

- Άξιος...άξιος. Σου εύχομαι να τα δεκατίσεις!!!

Ο Θωμάς δεν είχε ποτέ χρόνο για χάσιμο. Κατέβαζε τον καφέ μονορούφι και στρώνονταν αμέσως στη δουλειά. Η γιαγιά έλεγε πως ο γανωτής είχε γανώσει και το λαρύγγι του γι' αυτό κατέβαζε τον καυτό καφέ με μιας, χωρίς να καίγεται. 

Μετά τον καφέ, η πρώτη δουλειά του γανωτή ήταν να ανάψει το καμίνι, που στο πάνω μέρος του, μέσα στα πυρίμαχα τούβλα, βρίσκονταν χωμένο το δοχείο με τον κασσίτερο. Καλάι λέγανε τότε το φτηνό μέταλλο του κασσίτερου, που όμως όταν έλιωνε από τη φωτιά προσπαθούσε να ξεπεράσει σε λάμψη και ομορφιά ακόμα και το πανάκριβο ασήμι. Με το ξεκίνημα της δουλειάς, ο λιωμένος κασσίτερος έπιανε στο πάνω μέρος μια θολή κρούστα που ήταν κάτι σαν σκουριά. Με προσοχή ο Θωμάς αφαιρούσε την άχρηστη κρούστα και τότε όλα ήταν έτοιμα, για να αρχίσει η διαδικασία του γανώματος.

Τα μαχαιροπίρουνα της γιαγιάς ήταν αρκετά γυαλισμένα και άντεχαν για πολύ καιρό ακόμα χωρίς γάνωμα όμως η γιαγιά τα ήθελε να αστράφτουν. Ο γανωτής έπαιρνε με τη λαβίδα πρώτα τα κουτάλια και τα βούταγε ένα-ένα μέσα σ' ένα αψύ υγρό. Αυτά τότε έχαναν το ασημένιο χρώμα τους μέσα στο υγρό, όμως χωρίς αυτήν τη διαδικασία η στρώση του κασσίτερου δεν θα ήταν καλή. Το ίδιο έκανε και με τα πιρούνια και τα μαχαίρια. Ύστερα, βουτούσε τα κουτάλια, ένα-ένα πάλι, μέσα στη γυαλιστερή κόλαση του λιωμένου καυτού κασσίτερου, με προσοχή και χωρίς να βιάζεται. Ένα λεπτό στρώμα κασσίτερου κολλούσε πάνω στο μέταλλο των κουταλιών δίνοντας του πάλι τη γυαλάδα του. Με τον τρόπο αυτό γίνονταν το γάνωμα. Η επιτυχία του όμως κρύβονταν στις λεπτομέρειες τις δουλειάς. Ο Θωμάς κάθε φορά ανέβαζε ψηλά, έξω από τον κασσίτερο, κάθε αντικείμενο που γάνωνε και παρατηρούσε αν η στρώση του κασσίτερου ήταν καλή. Επαναλάμβανε τη διαδικασία του γανώματος δυό - τρεις φορές μέχρι να έμενε ικανοποιημένος από το αποτέλεσμα. Στο τέλος βουτούσε τα γανωμένα αντικείμενα μέσα σ' ένα άλλο υγρό, για να λάμψουν πιο πολύ, και τα στέγνωνε με ένα μάλλινο πανί. Να έβλεπες τη χαρά στο πρόσωπο της γιαγιάς όταν αντίκριζε τα μαχαιροπίρουνά της να αστράφτουν.

- Είσαι καλός τεχνίτης βρε Θωμά. Να σ' έχει ο Θεός πάντα καλά.

Γελούσαν και τα μουστάκια του Θωμά από ικανοποίηση με τον καλό λόγο της γιαγιάς. Έπαιρνε την αμοιβή για τον κόπο του, ξαναφορτώνονταν την πραμάτεια του και άντε πάλι για το επόμενο σπίτι ή το επόμενο χωριό.

Η κόρη του Ανδρέα παρακολουθούσε με προσοχή τον πατέρα της να εξιστορεί, όμως οι απορίες της παρέμεναν.

- Δεν μας μίλησες ποτέ πατέρα γι' αυτήν σου την εμπειρία, όμως δεν κατάλαβα ακόμα γιατί η εικόνα του Κρητικού γανωτή σε αναστάτωσε τόσο.

- Όσο θα μεγαλώνεις παιδί μου θα αντιλαμβάνεσαι καλύτερα πως οι ιστορίες της ζωής μας, που στοιβάζονται στους ώμους μας με τα χρόνια, αφήνουν πάνω μας τα σημάδια τους, που τελικά αυτά γίνονται οι πτυχές της προσωπικότητάς μας.

- Καλά τα λες πατέρα, όμως, τώρα που δεν είμαι μεγάλη, δεν μπορώ να καταλάβω τι σημάδια μπορούσε να σου αφήσει η ιστορία με τον Θωμά τον γανωτή.

Αυτή η ιστορία με τα μαχαιροπίρουνα της γιαγιάς είχε κρατήσει πολλά χρόνια. Ο Ανδρέας είχε πια μεγαλώσει, είχε τελειώσει και με τις σπουδές του με τα λεφτά που του έστελνε η γιαγιά Μαρία. Κάποια εποχή έπαψε να ακούγεται η φωνή του γανωτή στο χωριό. Κανείς δεν έμαθε ποτέ τι απέγινε ο Θωμάς ο γανωτής. Τα μαχαιροπίρουνα της γιαγιάς είχαν μείνει τότε αγάνωτα και αυτό την απασχολούσε πολύ. Ο Ανδρέας τα χρόνια εκείνα ταξίδευε συχνά στο εξωτερικό για τις μεταπτυχιακές του σπουδές. Από καιρό η γιαγιά σκέφτονταν να ζητήσει από τον Ανδρέα να της φέρει καινούργια μαχαιροπίρουνα. Η αρχόντισσα όμως που έκρυβε μέσα της δεν της επέτρεπε να ζητήσει κάτι, ακόμα και από εκείνον που τον ανάστησε μόνη της. Έπρεπε πρώτα να βρει τα χρήματα. Με τις οικονομίες της έβαλε σύντομα κάποια χρήματα στην άκρη. Αυτά τα φύλαγε για να αγοράσει τα καινούργια μαχαιροπίρουνα. Άρχισαν να πωλούνται τότε και ανοξείδωτα μαχαιροπίρουνα. Η γιαγιά είχε δει κάποια από αυτά στο σπίτι μιας γειτόνισσας και τα ζήλεψε. Ήταν αστραφτερά και δεν χρειάζονταν ποτέ γάνωμα.

- Πω πω ... εξέλιξη!!! αναλογίστηκε η γιαγιά.

Φαίνεται γι' αυτό εξαφανίστηκε ο γανωτής. Δεν υπήρχαν πια μαχαιροπίρουνα, για να γανώνει.

Σκέφτηκε πως με την πρώτη ευκαιρία που ο Ανδρέας θα πήγαινε στο εξωτερικό να του έδινε τις οικονομίες της για να της φέρει αυτά τα μοντέρνα μαχαιροπίρουνα. Η γειτόνισσα τής είχε πει μάλιστα πως τα καλύτερα μαχαιροπίρουνα υπήρχαν στη Γερμανία. Έτσι και έγινε. Η γιαγιά Μαρία έβαλε τις οικονομίες της σ' έναν φάκελο και τις έδωσε στον Ανδρέα.

- Μ' αυτά τα λεφτά παιδί μου θέλω να μου αγοράσεις μαχαιροπίρουνα. Αν δεν φτάσουν τα χρήματα, ας μην είναι και ντουζίνες τα μαχαιροπίρουνα. Και εξάδες μου φτάνουν. Τώρα πια δεν έρχονται και πολλοί στο σπίτι.

Όσο όμως προχωρούσε η διήγηση, η αναπνοή του Ανδρέα έβγαινε πιο βαριά. Η κόρη του που δεν έχανε ούτε λέξη απ' αυτά που της έλεγε ο πατέρας της γίνονταν ολοένα και πιο περίεργη.

- Εγώ δεν υπήρχα τότε πατέρα, έτσι δεν είναι;

- Όχι, δεν είχες γεννηθεί ακόμα. Και είναι κρίμα που δεν
έτυχε να γνωρίσεις την αρχόντισσα γιαγιά Μαρία.

- Και με τα μαχαιροπίρουνα της γιαγιάς τί απέγινε;

Την περίμενε αυτήν την ερώτηση ο Ανδρέας. Χρόνια έκανε ο ίδιος αυτήν την ερώτηση στον εαυτό του. Έπαιρνε όλη την ιστορία από την αρχή, από τη στιγμή που η γιαγιά του έδωσε τον φάκελο με τα χρήματα. Ύστερα αρχίζανε οι ενοχές του και ήθελε να ξεχνάει. Τί ήθελε πάλι αυτός ο γανωτής στην τηλεόραση μεσημεριάτικα να του ξύνει τις πληγές του;

- Πατέρα κομπιάζεις, σαν να μη θέλεις να μου απαντήσεις.

- Μακάρι να μπορούσα να σου απαντήσω χωρίς να ντρέπομαι. Αυτήν την απάντηση την χρωστάω χρόνια και στον εαυτό μου.

Εκείνη τη φορά ο Ανδρέας είχε λείψει αρκετό διάστημα στο εξωτερικό. Οι δυσκολίες της δουλειάς του και τα πάντοτε ενυπάρχοντα οικονομικά προβλήματα έστρεφαν την προσοχή του σε θέματα δικής του προτεραιότητας. Οι προτεραιότητες της γιαγιάς, που για εκείνην τότε ήταν τα μαχαιροπίρουνα, έμπαιναν σε δεύτερη μοίρα. Στη δίνη αυτής της μοίρας ξοδεύτηκαν και τα χρήματα στο φακελάκι της γιαγιάς. Όταν κάποτε ο Ανδρέας επέστρεψε στην Ελλάδα είχε φροντίσει να πάρει και από ένα μικρό δωράκι για τους δικούς του, και ιδιαίτερα για τη γιαγιά, αγόρασε μια ωραία μαντίλα.

- Να είσαι καλά αγόρι μου που με θυμήθηκες. Όμως μεγάλωσα και φαίνεται πως ξεχνάω. Μαντίλα σου είχα ζητήσει Ανδρέα μου;

- Όχι γιαγιά. Δεν μου ζήτησες μαντίλα. Μαχαιροπίρουνα μου ζήτησες, όμως βρέθηκα σε ανάγκη και ξόδεψα τα χρήματα που μου είχες δώσει. Στο επόμενό μου ταξίδι, που θα είναι σύντομα, θα σου φέρω τα μαχαιροπίρουνα.

- Είμαι σίγουρη πως θα το κάνεις.

Πράγματι, το επόμενο ταξίδι του Ανδρέα δεν άργησε να γίνει. Στην επιστροφή ο Ανδρέας είχε μες τις αποσκευές του και μια πολυτελή κασετίνα, ένα πλήρες σετ με γερμανικά ανοξείδωτα μαχαιροπίρουνα.

- Δόξα τω Θεώ πατέρα. Θα ήσουν ασυγχώρητος αν δεν έφερνες τα μαχαιροπίρουνα στη γιαγιά.

- Ναι...μόνον που η γιαγιά δεν πρόλαβε να τα χαρεί. Όταν έφτασα στην Πατρίδα με πληροφόρησαν πως η γιαγιά ήταν βαριά άρρωστη. Έτρεξα αμέσως στο χωριό. Η γιαγιά ήταν στο σπίτι μας. Δεν συμφώνησε να την πάνε στο νοσοκομείο. Ήθελε να αφήσει την ψυχή της στο σπίτι της.

- Είμαι ο Ανδρέας γιαγιά... ο Ανδρέας...ο Ανδρέας γιαγιάααα...Σου έφερα τα μαχαιροπίρουνα.

Λέγοντας αυτά ο Ανδρέας άρχισε να κλαίει με λυγμούς. Η κόρη του προσπαθούσε να τον ηρεμήσει, όμως μάταια. Η ιστορία με τα μαχαιροπίρουνα της γιαγιάς τον είχε σημαδέψει βαθειά.

- Για το Θεό σας. Κλείστε επιτέλους αυτήν την τηλεόραση. Δεν μπορώ να ακούω άλλο τη φωνή του γανωτή.

 


 

Ο Γιάννης Χαριτάντης, Πόντιος στη καταγωγή, μεγάλωσε στη Δράμα. Σπούδασε Φυσική στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και κατόπιν ειδικεύτηκε στην Ηλεκτρονική. Για πολλά χρόνια υπηρέτησε ως καθηγητής Ηλεκτρονικής στο Πανεπιστήμιο Πατρών. Το πρώτο του λογοτεχνικό βιβλίο με τίτλο Οδός Ευξείνου Πόντου δημοσιεύτηκε το 2008. Στο βιβλίο αυτό αναδεικνύει τις αρετές, τον τρόπο ζωής και τον πολιτισμικό πλούτο των προσφύγων Ποντίων, μέσα από μια ανθρωποκεντρική προσέγγιση. Το 2014 ακολούθησε η σειρά διηγημάτων του με τίτλο Στα μονοπάτια του νου και του κόσμου, όπου παρουσιάζονται εικόνες και προβληματισμοί της καθημερινής ζωής, όπως αυτές σχηματοποιούνται μέσα από τις διαδρομές της σκέψης, για να γίνουν, τελικώς, εικόνες του νου. Δείτε το υπόλοιπα βιβλία του.

 

Related Articles

Ο γλάρος και η πέτρα

The Seagull and the Stone