Μην αναστηθείς παππού

Από τον Γιάννη Χαριτάντη

Ο Γιάννης Χαριτάντης είναι πόντιος συγγραφέας. Το πρώτο του λογοτεχνικό βιβλίο είναι ή Οδός Ευξείνου Πόντου (2008).  Το νέο του βιβλίο έχει τίτλο Διά Βίου Έρωτας (2017).

25 Ιουλίου 2018

Ήθελε να του πει πολλά. Από μικρή, κάθε φορά που ένοιωθε την ανάγκη να ακουμπήσει κάπου τις σκέψεις της, να εκμυστηρευτεί ένα μυστικό της, έτρεχε στην αγκαλιά του παππού. Ήταν ο παππούς από την μητέρα της. Οι άλλοι δεν είχαν αρκετό χρόνο να της διαθέσουν, όσο ο παππούς. Δώδεκα χρονώ ήταν όταν ο παππούς έκλεισε τα μάτια του. Έκτοτε, για όλους ο παππούς ήταν απών, όχι, όμως, και για εκείνην. Συχνά, όταν ήταν μόνη, έκλεινε τα μάτια της, έφερνε την εικόνα του στο μυαλό της και άρχιζε να του μιλάει, να του λέει αυτά που την απασχολούσαν και δεν είχε καμιά αμφιβολία ότι ο παππούς την άκουγε.

«Θέλω να σου μοιάσω, παππού, και να σε ξεπεράσω αν γίνεται, αλλά, μην μου θυμώνεις, γιατί εσύ θα είσαι πάντα πιο μεγάλος από μένα»

Ο παππούς τής έκλεινε το μάτι και τής χαμογελούσε. Αυτό ήταν σημάδι ότι την άκουγε και συμφωνούσε μαζί της. Πάντα είχε κατανόηση ο παππούς ακόμα κι όταν άκουγε τις εφηβικές της ανοησίες.

«Δεν μου έκλεισες αυτήν τη φορά το μάτι, παππού. θα το ξανασκεφτώ αυτό που σου είπα»

Όταν πέρασε στο πανεπιστήμιο, ο πρώτος που το έμαθε ήταν ο παππούς.

«Παππού, με την ευχή σου πέρασα στο πανεπιστήμιο. Σου χρωστάω ένα μεγάλο ευχαριστώ για την εμπιστοσύνη που μου δείχνεις»

Το χαμόγελο του παππού εκείνη τη φορά έγινε πιο πλατύ κι από την αγκαλιά του. Ήταν από τις φορές που θα ήθελε να βρίσκετε δίπλα της.

«Αν μου έλεγες κάτι, παππού, θα με βοηθούσε πολύ στο νέο δρόμο που χαράζω»

Ο παππούς, όμως, δεν της έκλεισε το μάτι, παρά άνοιξε ορθάνοιχτα και τα δυο του μάτια και ατένισε μακριά, πολύ μακριά, έχοντας έκφραση ευτυχισμένου ανθρώπου.

«Κατάλαβα, παππού. Πρέπει να βλέπω μπροστά και μακριά και να μην φοβάμαι»

Με το δεσμό αίματος που τους έδενε, είχαν αναπτύξει έναν μοναδικό κώδικα επικοινωνίας και καταλάβαινε ο ένας τον άλλο.

«Να είσαι καλά εκεί που είσαι, παππού, και να μην αλλάξεις τόπο, για να μπορώ να σε βρίσκω στον Παράδεισο»

Τέσσερα χρόνια στο πανεπιστήμιο και ποτέ δεν έπαψε να μιλάει με τον παππού. Πήρε το πτυχίο στα τέσσερα χρόνια, στον ελάχιστο προβλεπόμενο χρόνο αποφοίτησης. Πτυχιούχος του Τμήματος Φιλολογίας και με ``Άριστα``.

«Με ``Άριστα», παππού, το άκουσες; Θυμάσαι που σου έλεγα πως θέλω νa σου μοιάσω; Θέλω να γίνω καθηγήτρια, μου αρέσει να διδάσκω!»

Ένιωθε τόσο ευτυχισμένη με το πτυχίο στο χέρι. Πόσα όνειρα δεν έκανε. Να ακολουθήσει αυτό που της υπαγόρευε η καρδιά της και να βοηθήσει και την οικογένειά της οικονομικά. Δίδασκε κάτι ψευτομαθήματα σε μικρά παιδιά της γειτονιάς, που όμως, τής απέφεραν ασήμαντα έσοδα. Δεν έχασε όμως το κουράγιο της. Χτύπησε χίλιες δυο πόρτες για δουλειά. Πάνω στα δικαιολογητικά που κατέθετε έβαζε πρώτο-πρώτο το αντίγραφο του πτυχίου, να φαίνεται το `Άριστα``. Πολλές οι υποσχέσεις και τα παχιά λόγια, όμως, σταθερή δουλειά καθηγήτριας δεν μπόρεσε να βρει. Έτσι πέρασε και η δεύτερη χρονιά και τότε άρχισε η απογοήτευση.

«Τα παρατάω, παππού. Κρίμα που πίστευα πως μπορούσα να σου μοιάσω. Φαίνεται πως δεν άξιζα της εμπιστοσύνης σου»

Ο παππούς δεν της έκλεισε το μάτι περίμενε όμως ακίνητος δείχνοντας πως ήθελε να την ακούσει να μιλάει.

«Ξέρω πως μαντεύεις πολλά, παππού, όμως δεν θα σου κάνω σήμερα το χατίρι. Είμαι σε κακή στιγμή και δεν θέλω να σε στενοχωρήσω»

Όσο όμως κι αν προσπαθούσε εκείνη τη μέρα να κρυφτεί από τον παππού, αυτό ήταν πάνω από τις δυνάμεις της.

«Πρέπει να φύγω, παππού. Μου είπαν πως στο εξωτερικό υπάρχουν ευκαιρίες εργασίας. Τα πράγματα είναι δύσκολα στο σπίτι. Ο Παναγής, που πήρε και το όνομά σου, τελειώνει φέτος το Λύκειο και θέλει να σπουδάσει μηχανικός. Ο μπαμπάς δεν θα τον στείλει για σπουδές αν δεν περάσει σε πανεπιστήμιο της πόλης μας. Δεν αντέχει τα έξοδα, και τα δικά μου και του αδελφού μου. Πρέπει να φύγω»

Πρώτη φορά είδε τον παππού τόσο βλοσυρό. Είχε όμως πάλι ορθάνοιχτα τα δυο του μάτια και ατένιζε μακριά, όπως τότε που εκείνη πέρασε στο πανεπιστήμιο.

«Είσαι εκτός τόπου και χρόνου, παππού. Τα πράγματα έχουν αλλάξει πολύ από τότε που μας άφησες. Ζούμε μόνον με το μισθό του πατέρα, και πάλι καλά να λες. Τώρα δεν έχουμε ούτε τη σύνταξή σου, που ήξερες πόσο μεγάλη βοήθεια ήταν για μας. Η μητέρα είναι οχτώ χρόνια άνεργη και προσπαθεί να γυρίσει το σπίτι με τα ελάχιστα. Έχει πολλά χρόνια να βάλει καινούργιο τσίτι επάνω της. Κάθε φορά που μας καλούν σε γάμο την πιάνει κατάθλιψη»

Η κόρη του Παναγή να μην έχει φόρεμα να πάει σε γάμο; Απίστευτο! Αυτό όμως δεν ήταν κάτι που ανησυχούσε ιδιαίτερα τον γερο-Παναγή. Είχε γνωρίσει πολλές οικονομικές ανατροπές στη ζωή και έφυγε σοφός από τον μάταιο κόσμο. Πάντα έλεγε να μην δίνουν αξία στα υλικά αγαθά παρά μόνον στον άνθρωπο.

«Δεν μ' ακούς τι σου λέω, παππού. Δεν υπάρχουν πια ούτε τα αναγκαία υλικά αγαθά. Ο πατέρας πούλησε και το σπίτι που μας άφησες στη θάλασσα. Το άκουσες αυτό; Το σπίτι που έχτισες με τον ιδρώτα σου δεν υπάρχει πια. Έπρεπε να πουληθεί για να πληρωθούν οι φόροι. Με τη φιλοσοφία που σε διακατέχει είμαι σίγουρη πως δεν σε νοιάζει ούτε για το σπίτι που έχτισες. Εμένα όμως με νοιάζει. Εκεί πέρασα τα παιδικά μου χρόνια και μέσα του έχτισα τον χαρακτήρα μου. Πριν παραδώσουμε το κλειδί στους αγοραστές πήγα και έκοψα ένα φυλλαράκι από κάθε δέντρο, ένα-ένα ξεχωριστά, από τα δέντρα σου παππού, και έφτιαξα ένα άλμπουμ γεμάτο με τα φύλλα τους. Αυτό το άλμπουμ το έχω φυλαγμένο και θα το πάρω μαζί μου όταν φύγω, παππού. Είναι το άλμπουμ με τις παρακαταθήκες σου! Εσύ δεν ήσουν που έλεγες ότι οι άνθρωποι χτίζουν τη ζωή τους πάνω στις παρακαταθήκες των Γονιών και του Γένους; Τα δυο Γ, παππού, οι ρίζες μας, θυμάσαι;»

Ούτε στα καλύτερα όνειρά του δεν θα περίμενε ο παππούς ότι τα λόγια του θα έβρισκαν τόσο γόνιμο έδαφος στην εγγονή του. Δεν τον ένοιαξε καθόλου για το σπίτι. Τώρα μπορούσε να ελπίζει για το μέλλον της. Μικρά λιθαράκια οι παρακαταθήκες και χρειάζεται μεγάλη τέχνη να χτίσεις ένα οικοδόμημα με βότσαλα. Ξέρεις όμως με τι πρέπει να χτίσεις και τότε μπορείς να χτίσεις πολλά σπίτια. Τής έκλεισε με νόημα το μάτι και τής χαμογέλασε.

«Guten Tag, παππού. Είμαι στη Γερμανία, όπως θα κατάλαβες. Έχω βρει δουλειά σε ένα ταξιδιωτικό γραφείο. Όλη τη μέρα κλείνω αεροπορικά εισιτήρια για πελάτες που θέλουν να κάνουν τις διακοπές τους. Εκατοντάδες πελάτες, καμιά φορά και χιλιάδες. Μου φαίνεται πως δεν τους αρέσει στον τόπο τους, στο σπίτι τους, και κοιτούν πώς να φύγουν όσο πιο μακριά γίνεται. Υποψιάζομαι ότι δεν τα έχουν καλά με το σπίτι τους, ούτε και με το εαυτό τους. Μην γελάς, παππού. Δεν καταλαβαίνω γιατί οι άνθρωποι δείχνουν τόση μεγάλη μανία να φεύγουν από το σπίτι τους, όταν δεν ψάχνουν για δουλειά. Τους οργανώνουμε σε ομάδες και τους στοιβάζουμε στα αεροπλάνα σαν πρόβατα. Φεύγουν ξεκούραστοι προσδοκώντας πολλά και επιστρέφουν κατάκοποι μ' ένα τεράστιο κενό μέσα τους. Αυτή είναι η δουλειά μου τώρα, παππού. Έχω ένα μικρό σπιτάκι για να μένω και χρήματα για να περνάω το μήνα μου. Μπορεί σύντομα να σου έχω και άλλα νέα»

Είναι πολύ ευχάριστο να έχεις να μιλάς με κάποιον. Εκείνη από μικρή μιλούσε με τον παππού, και δεν πίστεψε ποτέ ότι τον έχασε. Ο πατέρας ήταν ο κουβαλητής για τα απαραίτητα και ήταν πάντα κουρασμένος. Η μητέρα, όταν δεν ήταν στη δουλειά, φρόντιζε τα παιδιά, και την άρρωστη γιαγιά. Ο παππούς δεν ζήτησε ποτέ τη φροντίδα κανενός και ήταν πάντα πρόθυμος να προσφέρει και να χαρίζει τον καλό του λόγο. Ο παππούς ήταν το στήριγμα της.

«Θυμάμαι πάντα, παππού, την ντουλάπα σου με τα κολλαριστά άσπρα πουκάμισα. Η μια πλευρά της ντουλάπας ήταν γεμάτη με γραβάτες. Είχες μεγάλη αδυναμία στις μονόχρωμες γραβάτες, ιδιαίτερα στις κόκκινες. Ο δάσκαλος, έλεγες, όταν μπαίνει στην τάξη, πρέπει να είναι κύριος, να καταλαβαίνει τη σοβαρότητα του ρόλου του. Η σχολική τάξη δεν είναι μάντρα όπου μπαίνει κανείς όπως θέλει, ούτε οι μαθητές πρόβατα. Εκκλησία είναι η τάξη! Τα θυμάμαι όλα, παππού»

Όσο και να θέλει κανείς να απομακρυνθεί από το παρελθόν του δεν θα τα καταφέρει. Είμαστε το παρελθόν μας και χτίζουμε το μέλλον μας με αναφορές στο παρελθόν μας.

«Έχω καιρό να σου μιλήσω, παππού. Έχουν μαζευτεί αρκετά νέα που έχω να σου πω. Υπάρχουν δυο πράγματα που με στενοχωρούν. Πρώτον η δουλειά μου, που δεν μου αρέσει, και δεύτερον η μοναξιά. Μην μου κάνεις μορφασμούς, που τους γνωρίζω. Ξέρω.., θα μου πεις για τον Θοδωρή, τον φίλο μου στο πανεπιστήμιο, που δεν τον πρόσεξα όσο του άξιζε. Όλοι κάνουμε λάθη, παππού! Εδώ στη Γερμανία, υπήρξαν κάποιες φορές που βγήκα για καφέ με έναν συνάδελφο από αεροπορική εταιρεία. Ωραίο παιδί, ψηλός, ξανθός και με αλαβάστρινη επιδερμίδα. Πρόσεχε τόσο την εμφάνισή του, που θα έλεγε κανείς πως πάσχει από ναρκισσισμό. Δεν ήξερε, όμως, πώς να σφίξει το χέρι μιας γυναίκας και να της προσφέρει ένα τριαντάφυλλο. Αμφέβαλα πολύ για τον αντρισμό του και, ευτυχώς, έκοψα νωρίς δρόμο, όπως θα έλεγες και εσύ. Μπορεί, όμως, και να τον αδίκησα. Μετά υπήρξε και κάποιος σημαντικός καλλιτέχνης, που με πλησίασε με ενδιαφέρον. Ούτε αυτός μου τράβηξε την προσοχή. Γελάω και μόνο με την ιδέα τι θα έλεγε η γιαγιά άμα τον έβλεπε. Πού τον βρήκες, κόρη μου, αυτόν τον ξεπλένη; Γελάς, παππού, όμως, τα πράγματα δεν είναι για γέλια. Εγώ πρέπει να χτίσω τη ζωή μου μέσα σ' αυτόν τον κόσμο»

Ο παππούς έμεινε ενεός με αυτά που άκουε, περίμενε όμως και τα άλλα νέα που του υποσχέθηκε. Υπήρχαν ακόμα πολλές πλευρές από τη ζωή της εγγονής του που δεν τις γνώριζε.

«Μπορώ να σου πω πολλά, παππού, από την κοινωνία που ζω, που θα σε ξαφνιάσουν. Μιλάνε για νέα εποχή, για κοινωνία σύγχρονη που εξελίσσεται, για την ανάγκη να προσαρμοζόμαστε και να αποδεχόμαστε ακόμα και τα πιο παράξενα πράγματα, όμως, εγώ δυσκολεύομαι να καταλάβω ότι αυτό είναι εξέλιξη. Δυσκολεύομαι να δεχτώ ότι οι δικές μου παρακαταθήκες είναι λάθος. Δυσκολεύομαι να δεχτώ ότι ο κόσμος μπορεί να αλλάζει τόσο γρήγορα, από τη μια στιγμή στην άλλη και ξαφνικά να βρεθείς σε άλλον κόσμο. Είναι αφύσικο. Υπάρχει μεγάλη ασχήμια στον κόσμο, παππού. Υπήρξαν κάποιες φορές, που έβλεπα τα πράγματα πιο ρομαντικά, και τότε ήθελα να σου ζητήσω να αναστηθείς. Αυτήν την εποχή, που η διάθεσή μου δεν είναι καλή, δεν θα τολμήσω να το κάνω. Μην αναστηθείς, παππού! Ο κόσμος που ήξερες δεν υπάρχει πια»

Πόσα πράγματα μπορεί να κρύβει μέσα της μια ψυχή και ποιες κακοτοπιές θα πρέπει να ξεπεράσει στον αγώνα της, ώστε να κρατηθεί αλώβητη;

«Guten Tag, παππού. Έχουμε αρκετό καιρό να τα πούμε. Αυτήν τη φορά έχω ευχάριστα πράγματα να σου πω. Σε βλέπω πόσο ανυπομονείς ν' ακούσεις. Κρατήσου, παππού, κρατήσου! Κέρδισα μια υποτροφία για τέσσερα χρόνια από ένα σοβαρό γερμανικό ίδρυμα. Μέτρησε πολύ το ``Αριστα`` που έχω στο πτυχίο μου. Ήδη βρίσκομαι σε ένα πανεπιστήμιο και ξεκίνησα την έρευνά μου πάνω στα ελληνικά γλωσσικά ιδιώματα. Τι έχεις να πεις; Μου κλείνεις το μάτι, ε! Είμαι πολύ ευτυχισμένη. Τώρα είναι που πραγματικά θα προσπαθήσω να σε ξεπεράσω. Θα γίνω καθηγήτρια, παππού... Αν ήξερες πόσο το θέλω!»

Αυτό δεν χρειαζότανε να το πει στον παππού γιατί το μάντευε και μόνος του. Τι ωραίο να σου κλείνουν το μάτι με νόημα! Τι υπέροχο να σ' εμπιστεύονται!

«Έχω κι άλλα να σου πω, παππού. Τον θυμάσαι τον Θοδωρή, τον συμφοιτητή μου από το πανεπιστήμιο. Δεν ξεχνάς εσύ τίποτα! Ο Θοδωρής έχει βρει δουλειά καθηγητή σ' ένα ελληνικό σχολείο στη Γερμανία. Είμαστε στην ίδια πόλη. Μη μου χαμογελάς πονηρά. Είναι τα παιχνίδια της μοίρας, παππού. Δεν είναι όλος ο κόσμος άσχημος, όπως σου έλεγα κάποτε. Υπάρχει, όπως πάντα υπήρχε, κι ένας άλλος κόσμος, όμορφος, ανθρώπινος, αρκεί να τον γνωρίσεις, αρκεί να προσπαθήσεις να τον γνωρίσεις. Και τώρα που εγώ ανακάλυψα αυτόν τον κόσμο μπορεί κάποια μέρα να σου ζητήσω να αναστηθείς για χάρη μου. Ο κόσμος που πίστευες παραμένει ακόμα όμορφος. Έχουμε να πούμε πολλά...

Καληνύχτα, παππού»

 


Ο Γιάννης Χαριτάντης, Πόντιος στη καταγωγή, μεγάλωσε στη Δράμα. Σπούδασε Φυσική στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και κατόπιν ειδικεύτηκε στην Ηλεκτρονική. Για πολλά χρόνια υπηρέτησε ως καθηγητής Ηλεκτρονικής στο Πανεπιστήμιο Πατρών. Το πρώτο του λογοτεχνικό βιβλίο με τίτλο Οδός Ευξείνου Πόντου δημοσιεύτηκε το 2008. Στο βιβλίο αυτό αναδεικνύει τις αρετές, τον τρόπο ζωής και τον πολιτισμικό πλούτο των προσφύγων Ποντίων, μέσα από μια ανθρωποκεντρική προσέγγιση. Το 2014 ακολούθησε η σειρά διηγημάτων του με τίτλο Στα μονοπάτια του νου και του κόσμου, όπου παρουσιάζονται εικόνες και προβληματισμοί της καθημερινής ζωής, όπως αυτές σχηματοποιούνται μέσα από τις διαδρομές της σκέψης, για να γίνουν, τελικώς, εικόνες του νου. Δείτε το υπόλοιπα βιβλία του.

 

Related Articles

Ο γλάρος και η πέτρα

The Seagull and the Stone